εριπεντι

εριπεντι
    ἐριπέντι
    Pind. dat. sing. part. aor. 2 pass. к ἐρείπω См. ερειπω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εριπεντι" в других словарях:

  • ἐριπέντι — ἐρείπω throw aor part pass masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερειπώνω — και ερειπῶ, όω (AM ἐρειπῶ και ἐριπῶ, όω) κάνω κάτι ερείπιο, κατακρημνίζω, καταστρέφω μσν. πέφτω σε καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερειπώ είναι νεώτερος μεταπλασμένος ενεστώτας τού ερείπω, ενώ ο τ. εριπώ, αν δεν οφείλεται στην πρώιμη σύμπτωση και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»